- χαιτάεις
- -εσσα, -εν, Αβλ. χαιτήεις.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χαιτάεις — χαιτά̱εις , χαιτήεις with long flowing hair masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαιτήεις — και δωρ. τ. χαιτάης και ιων. τ. χαιτέης, εσσα, εν, Α 1. (για τον Απόλλωνα ή για τους Γάλλους, τους ιερείς τής Κυβέλης) αυτός που έχει μακριά μαλλιά, κόμη που κυματίζει (α. «ὁ χαιτάεις... Λατοΐδας», Πίνδ. β. «Γάλλος ὁ χαιτάεις, ὁ νεήτομος», Ανθ.… … Dictionary of Greek